Καλά σου ξημερώματα σαν κάθεσαι και
'φκράσαι.
Κι εμείς στην πόρτα σ' ήρθαμε με το δικό
σου θάρρος,
περικαλώ σ' αφέντη μου και μην το πάρεις
βάρος.
Αν είναι θέλημα Θεού, τα κάλαντα να πούμε,
και μ' όλη μας τη συντροφιά, να σας
καλησπερούμε.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου,
που μπαίνει ο μήνας του Χριστού, τ' Αγίου
Βασιλείου.
Αρχή που πρωτοπάτησε ο κύριος στον κόσμο,
το πρώτο χνάρι που
'καμε, χρυσό δενδρίν εβγήκε,
Χρυσά ήταν τα φύλλα του, γράμματα τα
κλωνιά του,
παπάδες τα' ανεγνώνασι,
διάκοι το συλλαβούσαν.
Κι ένα διακάκι ν' έρχεται από την Καισαρεία,
κι εβάσταγε στα χέρια του λαμπάδες
και κερία.
Διακάκι πότε έρχεσαι και πότε κατεβαίνεις;
Από τη μάνα μου έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να
τραγουδήσεις,
κάτσε τον πόνο σου να πεις, να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
και να που ξέρεις γράμματα, πες μας την άλφα-βήτα
Και στο ραβδί τ' ακούμπησε, να πει την αλφαβήτα.
και το ραβδί ξερό ήταν, χλωρά βλαστάρια επέτα,
Και πάνω στα χλωρά βλαστά, πέρδικες κελαηδούσαν,
και κάτω στις ριζούλες τους, βρύσες εκυματούσαν.
Και κατεβαίνει η πέρδικα, πίνει νερό και φεύγει,
και βρέχει τη φτερούγα της και σεν' αφέντη ραίνει.
Αφέντη μου να χαίρεσαι, αφέντη μου να ζήσεις,
στον Άγιο τάφο του Χριστού να πας να προσκυνήσεις.
και πάλι αν μετάστραφεις, και πίσω να γυρίσεις
κεριά και μοσχολίβανα να φέρεις να χαρίσεις.
Μ' εσένα αφέντη πρέπει σου, καρέκλα καρυδένια,
για ν' ακουμπάς την μέση σου, την μαργαριταρένια.
Εσένα αφέντη πρέπει σου, κορώνα στο κεφάλι,
για να σε προσκηνώνουνε όλοι μικροί, μεγάλοι.
και πάλι ξαναπρέπει σου, στο άλογο να καθίζεις,
που σαν περνάς τον ποταμό, κάτω να μην αγγίζεις.
Όσα άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα έχουν τα δέντρα,
τόσα ψιλά πουκάμισα να κατελείς αφέντη.
Πολλά
είπαμε τ' αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα,
κυρά μου σαν εστολιστής και πας στην εκκλησία.
Βάζεις τον ήλιο πρόσωπο, και το φεγγάρι στήθος,
και του κοράκου το φτερό, βάζεις καμαροφρύδι.
Κυρά μου σαν εστολιστείς, κι έχει κι άλλες κοντά
σου,
μ' εσύ είσαι η γαρυφαλλιά, κι άλλες τα κλωνιά σου.
Κι εσέν' κυρά μου πρέπει σου, λουτρό εις την αυλή
σου,
να μπαινοβγαίν' να λούνεσαι, να λάμπει το κορμί
σου.
Να φέρνει η πάπια το νερό, κι χήνα το σαπούνι,
κι πέρδικα η πλουμιστή, να γέρνει να σε λούνει.
Πολλά
είπαμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης.
Μ' έχεις και κόρην όμορφη, γραμματικός τη θέλει,
κι αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια τρυγυστά, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει και τη Βενετιά, μ' όλα της τα καράβια,
γυρεύει και τον κυρ Βοριά, να τα' αρμενίζει πάντα.
Πολλά
είπαμε της κόρης σας, ας πούμε και του γιού σας.
Μ' έχει και γιο γραμματικό, που σέρνει το κοντύλι,
να τα' αξιώσει ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.
Κυρά μου τον γιούκα σου, τον πολυχρονεμένο,
για λούσε τον, χτένισε τον και στο σχολειό τον
πέψε.
Να τον εδέρει ο δάσκαλος, μ' ένα κλωνάρι μόσχο,
και η κυρά δασκάλισσα, με μια χοντρή βεργίτσα.
Να τον φωνάζουν τα παιδιά, μωρέ μοσχοδαρμένε,
μωρέ κι επού ν' τα γράμματα, μωρέ κι επού ν' ο νους
σου.
Τα γράμματα είναι στο σχολειό, κι ο νους μου στις κοπέλες,
πέντε μικρές τον αγαπούν και δεκαοχτώ μεγάλες.
Κι η μια της άλλης έλεγε, κι η μια της άλλης λέγει,
Χατέστε να τον πάρουμε να τον ευλογηθούμε.
Να του γοράσουμ' άλογο, καινούργιο αλογάρι,
να περπατά να χαίρεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Στους κάμπους πιάνουν τους λαγούς, στα πλάγια τα
περδίκια,
και τα ψαράκια του γιαλού, πιάνουν τα με τα δίχτυα.
Πολλά
είπαμε του γιού κα σου, ας πούμε της Βαγίτσας.
Άψε Βαγίτσα τα κεριά, άψε και τα λυχνάρια,
βάλε και ρόδι καστανό και ρόδι λεπτομέρι,
και βάλε και γλυκό κρασί, να πιούν τα παλικάρια,
που στέκονται στην πόρτα σου και τραγουδούν
αγκάλια.
Χρόνια πολλά!
Γιασιράνης Νίκος
Σακελλάρης Μανώλης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου