Ένα
ακόμα επάγγελμα που δεν ασκείται πια, είναι κι αυτό των σφουγγαράδων.
Αν και την παράδοση στη συλλογή των σφουγγαριών, την είχε κυρίως η Κάλυμνος, το «νησί των σφουγγαράδων» και η Σύμη, υπήρχαν αρκετοί Ροδίτες που δούλευαν στα σφουγγαράδικα καΐκια Συμιακών, Καλύμνιων, Ροδιτών και άλλων Δωδεκανήσιων καπετάνιων.
Η δουλειά του σφουγγαρά ήταν από τις πιο δύσκολες και επικίνδυνες, αφού έπρεπε να καταδύονται σε βάθος από 18 μέχρι 50 μέτρα για να μαζέψουν τα σφουγγάρια.Οι σφουγγαράδες, εκτός από τον εξοπλισμό του ίδιου του καϊκιού, χρησιμοποιούσαν και εξειδικευμένο βοηθητικό εξοπλισμό όπως την καταδυτική στολή (σκάφανδρο), μεταλλικό κράνος, σχοινιά, βαρίδια, μηχάνημα παροχής αέρα, την σκανταλόπετρα, θήκη για να τοποθετούν τα σφουγγάρια.
Ο σφουγγαράς φορούσε το σκάφανδρο, τα βαρίδια και στο τέλος το μεταλλικό κράνος, το οποίο συνδεόταν με ένα λάστιχο, το μαρκούτσο, με την συσκευή παροχής αέρα, που έπρεπε να δουλεύει όση ώρα βρισκόταν στο βυθό. Όταν ήταν έτοιμος να βουτήξει, έπιανε τη σκανταλόπετρα, έπεφτε στη θάλασσα και "περπατούσε" στο βυθό, ψάχνοντας για σφουγγάρια. Όταν μάζευε αρκετά, τραβούσε το σχοινί και οι βοηθοί του τον ανέβαζαν στην επιφάνεια.
Σ' αυτή τη φάση, γίνονταν και τα περισσότερα ατυχήματα, γι' αυτό στο πόστο αυτό, έπρεπε να βρίσκονται έμπειροι σφουγγαράδες ώστε, να μην τον ανεβάζουν απότομα ώστε να προλαβαίνει να γίνεται η αποσυμπίεση και να μην παθαίνει ανεπανόρθωτες κινητικές βλάβες (νόσος των δυτών).Όταν οι σφουγγαράδες επέστρεφαν στο νησί τους, στο λιμάνι τους υποδέχονταν από μακριά οι μανάδες και οι γυναίκες τους, ντυμένες στα μαύρα, αφού το πιο πιθανό ήταν να έχουν πεθάνει ή να έχουν μείνει ανάπηροι.
Τα σφουγγάρια που μάζευαν, τα έπλεναν για να τ' ασπρίσουν και τα διέθεταν στις αγορές για να πουληθούν.
Σήμερα, λόγω της μεγάλης επικινδυνότητας του επαγγέλματος αλλά και της μικρής ζήτησης που υπάρχει για φυσικά σφουγγάρια, αφού όλοι πια αγοράζουν τα φθηνότερα βιομηχανικά, το επάγγελμα του σφουγγαρά έχει πλέον εγκαταλειφθεί.
Αν και την παράδοση στη συλλογή των σφουγγαριών, την είχε κυρίως η Κάλυμνος, το «νησί των σφουγγαράδων» και η Σύμη, υπήρχαν αρκετοί Ροδίτες που δούλευαν στα σφουγγαράδικα καΐκια Συμιακών, Καλύμνιων, Ροδιτών και άλλων Δωδεκανήσιων καπετάνιων.
Η δουλειά του σφουγγαρά ήταν από τις πιο δύσκολες και επικίνδυνες, αφού έπρεπε να καταδύονται σε βάθος από 18 μέχρι 50 μέτρα για να μαζέψουν τα σφουγγάρια.Οι σφουγγαράδες, εκτός από τον εξοπλισμό του ίδιου του καϊκιού, χρησιμοποιούσαν και εξειδικευμένο βοηθητικό εξοπλισμό όπως την καταδυτική στολή (σκάφανδρο), μεταλλικό κράνος, σχοινιά, βαρίδια, μηχάνημα παροχής αέρα, την σκανταλόπετρα, θήκη για να τοποθετούν τα σφουγγάρια.
Ο σφουγγαράς φορούσε το σκάφανδρο, τα βαρίδια και στο τέλος το μεταλλικό κράνος, το οποίο συνδεόταν με ένα λάστιχο, το μαρκούτσο, με την συσκευή παροχής αέρα, που έπρεπε να δουλεύει όση ώρα βρισκόταν στο βυθό. Όταν ήταν έτοιμος να βουτήξει, έπιανε τη σκανταλόπετρα, έπεφτε στη θάλασσα και "περπατούσε" στο βυθό, ψάχνοντας για σφουγγάρια. Όταν μάζευε αρκετά, τραβούσε το σχοινί και οι βοηθοί του τον ανέβαζαν στην επιφάνεια.
Σ' αυτή τη φάση, γίνονταν και τα περισσότερα ατυχήματα, γι' αυτό στο πόστο αυτό, έπρεπε να βρίσκονται έμπειροι σφουγγαράδες ώστε, να μην τον ανεβάζουν απότομα ώστε να προλαβαίνει να γίνεται η αποσυμπίεση και να μην παθαίνει ανεπανόρθωτες κινητικές βλάβες (νόσος των δυτών).Όταν οι σφουγγαράδες επέστρεφαν στο νησί τους, στο λιμάνι τους υποδέχονταν από μακριά οι μανάδες και οι γυναίκες τους, ντυμένες στα μαύρα, αφού το πιο πιθανό ήταν να έχουν πεθάνει ή να έχουν μείνει ανάπηροι.
Τα σφουγγάρια που μάζευαν, τα έπλεναν για να τ' ασπρίσουν και τα διέθεταν στις αγορές για να πουληθούν.
Σήμερα, λόγω της μεγάλης επικινδυνότητας του επαγγέλματος αλλά και της μικρής ζήτησης που υπάρχει για φυσικά σφουγγάρια, αφού όλοι πια αγοράζουν τα φθηνότερα βιομηχανικά, το επάγγελμα του σφουγγαρά έχει πλέον εγκαταλειφθεί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου